ἐγκαθιστᾷ

ἐγκαθιστᾷ
ἐν-καθιστάω
pres subj mp 2nd sg
ἐν-καθιστάω
pres ind mp 2nd sg (epic)
ἐν-καθιστάω
pres subj act 3rd sg
ἐν-καθιστάω
pres ind act 3rd sg (epic)
ἐν-καθιστάω
pres subj mp 2nd sg
ἐν-καθιστάω
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἐν-καθιστάω
pres subj act 3rd sg
ἐν-καθιστάω
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐγκαθίστα — ἐγκαθί̱στᾱ , ἐγκαθίστημι place imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐγκαθίστᾱ , ἐγκαθίστημι place pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθιστάς — ἐγκαθιστά̱ς , ἐγκαθίστημι place pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθιστᾶν — ἐν καθιστάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐν καθιστάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐν καθιστάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐγκαθιστᾶ̱ν , ἐν καθιστάω pres inf act (epic doric) ἐν καθιστάω pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… …   Dictionary of Greek

  • θρονιστής — θρονιστής, ὁ (Α) [θρονίζω] αυτός που ενθρονίζει, αυτός που εγκαθιστά κάποιον στον θρόνο …   Dictionary of Greek

  • κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρεθύμνης νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντροδυτικής Κρήτης με όρια στα Α τον νομό Ηρακλείου και στα Δ τον νομό Χανίων, ενώ στα Β βρέχεται από το Κρητικό και στα Ν από το Λιβυκό πέλαγος. Έχει έκταση 1496 τ. χλμ. Διοικητικά ο νομός Ρ. χωρίζεται σε τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

  • Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”